ἀτρέμα

ἀτρέμα
ἀτρέμ-ᾰ, ([etym.] τρέμω)
A = ἀτρέμας,usually before a conson., once in Hom.,

αἰγίδα . . ἔχ ἀ. Φοῖβος Il.15.318

; proleptic,

ἀτρέμ' ἀμπαύσας μεριμνᾶν B.5.7

;

μέν' . . ἀ. σοῖς ἐν δεμνίοις E.Or.258

, cf. Ba.1072; ἔχ' ἀ. keep still! Ar.Nu.743, Av.1244, cf. Alciphr.3.2
; elided before a vowel, Ar.Ra.339;

ἀτρέμα ἑστάναι Antipho 3.4.7

s.v.l. (but

ἀτρέμας ἑστάναι 3.3.10

);

ἀ. διαπορεύεσθαι X.Cyn.5.31

, cf. 9.5; freq. in Plu.,

μειδιάσας ἀ. Per.28

, cf. Alex.46.
b at lcisure, at ease,

ἀ. σκοπούμενοι Pl.Grg.503d

.
2 fixedly, i.e. precisely, accurately,

χρονικοῖς ἀ. συνταττομένοις Plu.Them.27

.
3 slightly, Diocl.Fr. 141.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ατρέμα — επίρρ. βλ. ατρέμας …   Dictionary of Greek

  • ἀτρέμα — ἀτρέμας poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτρέμ' — ἀτρέμα , ἀτρέμας poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατρέμας — ἀτρέμας και ἀτρέμα (Α) επίρρ. 1. χωρίς να τρέμει κανείς, χωρίς κίνηση, σταθερά 2. χωρίς σπουδή, ήρεμα, αργά 3. απαλά, ευγενικά 4. φρ. «ἀτρέμα(ς) ἔχω» είμαι ήρεμος, ησυχάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρέμω. Η λ. ανήκει στους αρχαϊκούς τ. επιρρημάτων …   Dictionary of Greek

  • χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …   Dictionary of Greek

  • trem-, trems- —     trem , trems     English meaning: to thump; to tremble     Deutsche Übersetzung: “trippeln, trampeln” and “zittern”     Note: (contaminated with tres ); the same Doppelbed. by trep .     Material: Gk. τρέμω “tremble” (= Lat. tremō, Alb.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”